σκοτόδειπνος

σκοτόδειπνος
σκοτό-δειπνος, ον,
A eating in the dark, Hsch. s.v. ζοφοδερκίας.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • σκοτόδειπνος — eating in the dark masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σκοτόδειπνος — ον, Α αυτός που τρώει στο σκοτάδι. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκότος + δείπνος (< δεῖπνον / δεῖπνος), πρβλ. δωρό δειπνος] …   Dictionary of Greek

  • δείπνο — το και δείπνος, ο (AM δεῑπνον, το και δεῑπνος, ο) 1. το βραδινό φαγητό («κι ανέγνοιος εκοιμούντονε, το δείπνο να χωνέψει» «ἔχουσι γεῡμα θλιβερόν, δεῑπνον ὀνειδισμένον» «χωρεῑν ἐπὶ δεῑπνον») 2. η ώρα τού βραδινού φαγητού (α. «θα γυρίσουμε κατά το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”